Σε κάθε περίπτωση, κάθε φορά που ακούμε για την «ελεύθερη διακίνηση» των αγαθών και των πρώτων υλών που δίνουν «ζωή» στη διεθνή οικονομία του καπιταλισμού, βλέπουμε τον θάνατο που επιφυλάσσει, αυτός ο ίδιος, στους χιλιάδες ανθρώπους που εκτοπίζει. Άνθρωποι που υποβιβάζονται στα «ξένα σώματα» των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, ομογενοποιημένοι κάτω από την ταυτότητα-εξαίρεση του «μετανάστη». Μια κατασκευασμένη εξαίρεση πάνω στην οποία χτίζεται η κανονικότητα του «εμείς»:
εμείς οι Έλληνες / Πατριώτες / Χριστιανοί / Υγιείς / Λευκοί / εμείς που «ανήκουμε στο κοινωνικό σώμα»/ εμείς οι πολίτες/ εμείς που «παρά τις δυσκολίες τα βγάζουμε πέρα»/ «όλοι μαζί»/ διαταξικά, ειρηνικά κι ωραία.
Υπάρχει όμως και ένα εμείς διαφορετικό. Ένα εμείς που επιμένει να υποστηρίζει ότι οι τάξεις των καταπιεσμένων (ντόπιοι και μετανάστες) δέχονται τον ίδιο πόλεμο κι ο διαχωρισμός τους στοχεύει στην υποτίμηση της εργασίας τους, την εκμηδένιση της αυτοεκτίμησής τους, την αποδυνάμωση των συλλογικών τους αντιστάσεων.
Ένα εμείς που γνωρίζει ότι μετανάστες είναι όλοι εκείνοι που τους επιβάλλεται να εγκαταλείψουν σπίτια, κοινότητες, αγαπημένα πρόσωπα και μετατρέπονται από τοπικό σε υπερεθνικό υποτιμημένο εργατικό δυναμικό. Την ίδια στιγμή η επιβολή αυτή διαπλέκεται με τις κυρίαρχες πολτιτικές ντόπιων αργχηγίσκων και υπερεθνικών ελίτ, οι οποίες εξάγουν πολέμους, φυτεύουν κυβερνήσεις και σπέρνουν φυσικές καταστροφές.
Γιατί η βιοπολιτική διαχείριση των μεταναστών, με τους εγκλεισμούς τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης -ανοιχτά ή μη-, με την κατηγοριοποίησή τους σε υγιείς και μολυσμένους, χρήσιμους για την ανάπτυξη και ακριβούς για την περίθαλψη, νόμιμους και παράτυπα μετακινούμενους, είναι εικόνα από το μέλλον που οι κυρίαρχοι επιφυλάσσουν για κάθε καταπιεσμένο. Είτε λέγεται Ατίφ είτε Αντώνης.
Ένα μέλλον που ανατρέπουμε όταν αντικαθιστούμε την υπεροπτική φιλανθρωπία με την ισότιμη αλληλεγγύη, τα δάκρυα για τα ναυάγια-εκατόμβες στη Μεσόγειο με την αυθεντική οργή και την επιθετική δράση ενάντια σε όσους τα γεννούν.